σαβελλιανός

σαβελλιανός
ο, ΝΑ
οπαδός τού σαβελλιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Νερων-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαβελλιανίζω — Α [Σαβελλιανός] είμαι σαβελλιανός, οπαδός τής αίρεσης τού Σαβελλίου …   Dictionary of Greek

  • σαβελλιανικός — ή, ό, Ν [Σαβελλιανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαβελλιανούς …   Dictionary of Greek

  • σαβελλιανισμός — ο, Ν θρησκειολ. αιρετική διδασκαλία τού Σαβελλίου, αιρετικού από την Πεντάπολη τής Λιβύης που έζησε κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα, κατά την οποία τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας είναι απλά ονόματα, δεν έχουν αναφορά στην ουσία τού Θεού, ότι, δηλαδή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”